εγκαρδιωτικός

εγκαρδιωτικός
-ή, -ό
επίρρ. ο ικανός να εγκαρδιώνει, ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός: Εγκαρδιωτικά λόγια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εγκαρδιωτικός — ή, ό αυτός που έχει τη δύναμη να εγκαρδιώνει, ενθαρρυντικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”